πιννοθήρας
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. μικρό δεκάποδο καρκινοειδές που ζει μέσα στο σώμα τών δίθυρων μαλακίων και τών ασκιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pinnotheres < λατ. pinoteres < πιννοτήρης.
ο, Ν
ζωολ. μικρό δεκάποδο καρκινοειδές που ζει μέσα στο σώμα τών δίθυρων μαλακίων και τών ασκιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pinnotheres < λατ. pinoteres < πιννοτήρης.