πιννοτήρης
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
German (Pape)
[Seite 617] ὁ, der Wächter in der Steckmuschel, eine Krebsart; Soph. frg. 116; Ar. Vesp. 1510; bei Plut. sol. anim. 30 steht πινοθήρας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pinnotère, petit crabe qui vit dans l'écaille de la nacre, poisson.
Étymologie: πίννα, τηρέω.
Russian (Dvoretsky)
πιννοτήρης: ου ὁ пиннотер (рачок, живущий в раковине пинны) Arst., Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πιννοτήρης: -ου, ὁ, (τηρέω) ὁ τῆς πίννης φύλαξ, μικρὸς καρκίνος κατοικῶν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου τῆς πίννης, ὡς ὁ καλούμενος «ἐρημίτης καρκίνος» (ἀγγλ. hermi-crab), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 17, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 89D, Πλούτ. 2. 980Β· πρβλ. πιννοφύλαξ. 2) μεταφορ., ἐπὶ μικροῦ παρασίτου, Σοφ. Ἀποσπ. 116, Ἀριστοφ. Σφ. 1510. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 237, καὶ Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σ. 9.
Greek Monolingual
και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ
ο πιννοθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + -τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιοτήρης)].
Greek Monotonic
πιννοτήρης: -ου, ὁ (τηρέω), ο φύλακας της πίννας, μικρός κάβουρας που ζει στο όστρακο της πίννας, όπως ο «ερημίτης καρκίνος» (είδος κάβουρα)· μεταφ., μικρός παράσιτος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πιννο-τήρης, ου, ὁ, τηρέω
the pinna-guard, a small crab that lives in the pinna's shell, like the hermit-crab: metaph. of a little parasitical fellow, Ar.