πιστόνι
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
Greek Monolingual
το, Ν
1. τεχνολ. κοινή ονομασία του εμβόλου
2. μουσ. μηχανισμός που εφευρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και, ειδικότερα, ολκωτό τμήμα που εφαρμόζεται σε ορισμένα χάλκινα πνευστά όργανα και επιτρέπει στον εκτελεστή να αποδώσει με ακρίβεια, επιμηκύνοντας τον σωλήνα του οργάνου, όλους τους φθόγγους της χρωματικής κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piston < ιταλ. pistone < λατ. pistus παθ. μτχ. του ρ. pinso, pisto «χτυπώ, κοπανίζω»].