πιόσιμο

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του πίνω, η πόση
2. (με ειδική σημ.) η οινοποσία
3. η γεύση που προκαλείται από το ποτό («το κρασί δεν έχει καλό πιόσιμο» — το κρασί δεν αφήνει ωραία γεύση στο στόμα)
4. ως επίθ. αυτό που μπορεί κανείς να πιει, το πόσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του αρχ. επιθέτου πόσιμος κατ' επίδραση της υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω (πρβλ. πιόμα) του πίνω.