πλαγγόνιον
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
τό, a kind of ointment, Polem.Hist.64, Sosib.23, Poll. 6.104. (Named from the inventor, Πλαγγών.)
German (Pape)
[Seite 623] τό, dim. von πλαγγών 2, eine Art Salbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλαγγόνιον: τό, μύρον τι εὑρεθὲν ὑπό τινος Πλαγγόνος, Πολέμων καὶ Σωσίβιος παρ’ Ἀθην. 690Ε, Πολυδ. Ζ΄, 104.
Greek Monolingual
τὸ, Α Πλαγγών
είδος μύρου το οποίο ονομάστηκε έτσι από το όνομα του εφευρέτη του που ήταν ο αρωματοποιός Πλάγγων ή Πλαγγών, ή, κατ' άλλους, μια εταίρα, η Πλαγγών.