πλαγιοδιποδίζω

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

Ν
(για άλογο) βηματίζω γρήγορα σηκώνοντας εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το μπροστινό και το οπίσθιο, ενώ συγχρόνως στηρίζω τα άλλα δύο στη γη, αλλ. πλαγιοποδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + διποδίζω].