πλακόστηθος

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που το στήθος του είναι επίπεδο («πλακόστηθο κορίτσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + στήθος (πρβλ. μικρόστηθος)].