μικρόστηθος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
μικρόστηθον, narrow-chested, Mnesith. ap. Orib.21.7.6 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
μικρόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στῆθος, Μνησ. παρ’ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 11.
Greek Monolingual
μικρόστηθος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -στηθος (< στῆθος), πρβλ. μεγαλό-στηθος].