πλατύπλευρον

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπλευρον Medium diacritics: πλατύπλευρον Low diacritics: πλατύπλευρον Capitals: ΠΛΑΤΥΠΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: platýpleuron Transliteration B: platypleuron Transliteration C: platyplevron Beta Code: platu/pleuron

English (LSJ)

τό, plantago, Gloss. (patipleoron cod.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πλευρά.