πλουτοφόρος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
πλουτοφόρον, wealth-bringing, Archestr.Fr.45.5, Ael.NA12.43; αἴξ Com.Adesp. 8; of God, Ph.1.544.
German (Pape)
[Seite 638] Reichtum tragend, bringend, reich machend; Ἀμβρακία, Archestrat. bei Ath. VII, 312 b; αἴξ, poet. bei Plut. de aud. poet. 7 M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure des richesses.
Étymologie: πλοῦτος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
πλουτοφόρος: приносящий богатство Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλοῦτον, Ἀρχέστρατ. παρ’ Ἀθην. 311Α, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43.
Greek Monolingual
-ο / πλουτοφόρος -ον, ΝΑ, θηλ. και πλουτοφόρα Ν, και πλουτηφόρος, -ον Α
αυτός που παράγει, που αποφέρει πλούτο («μεστά τα στάχια ξάσπρισαν στη γη την πλουτοφόρα», Γρύπ.)
αρχ.
(για θεό) αυτός που χαρίζει αγαθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -φόρος].