πλύντρια
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ, fem. of Πλυντήρ, washerwoman, IG12.473, Poll.7.37; Πλύντριαι, name of a Satyric drama by Sophocles and of a comedy by Philyllius.
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, fem. von πλυντήρ, Wäscherinn, Poll. 7, 37.
Greek (Liddell-Scott)
πλύντρια: ἡ, ἡ πλύνουσα ἐνδύματα, «πλύστρα», Πολυδ. Ζ΄., 37· Πλύντριαι, ὄνομα σατυρικοῦ τινος δράματος τοῦ Σοφ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. πλύντης.