ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
-ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑαυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τον επιφοιτήσει, να του προσφέρει τη χάρη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κλήτωρ (< καλῶ)].