πνευματοκλήτωρ
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
-ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ
αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τον επιφοιτήσει, να του προσφέρει τη χάρη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κλήτωρ (< καλῶ)].