πνευματοκλήτωρ

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

-ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ
αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τον επιφοιτήσει, να του προσφέρει τη χάρη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κλήτωρ (< καλῶ)].