πνευμοεντερίτιδα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(κτην.) παλιά ονομασία ασθενειών, όπως της μεταδοτικής πνευμονίας τών χοίρων ή του αλόγου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με εντερίτιδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoenteritis (< πνεύμα + εντερίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. πνευμοεντερίτις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].