πνοήπους

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνοήπους Medium diacritics: πνοήπους Low diacritics: πνοήπους Capitals: ΠΝΟΗΠΟΥΣ
Transliteration A: pnoḗpous Transliteration B: pnoēpous Transliteration C: pnoipous Beta Code: pnoh/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, wind-footed, Hsch. πνοιή, Ep. for πνοή.

German (Pape)

[Seite 642] windfüßig, d. i. schnell wie der Wind, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πνοήπους: -οδος, ὁ, ἡ, ταχὺς τοὺς πόδας ὡς ἡ πνοὴ τοῦ ἀνέμου, «πνοήπουν· ταχὺ» Ἡσύχ. πρβλ. ἀελλόπους.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
ο γρήγορος στα πόδια σαν την πνοή του ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνοή + πούς.