πνοήπους
From LSJ
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, wind-footed, Hsch. πνοιή, Ep. for πνοή.
German (Pape)
[Seite 642] windfüßig, d. i. schnell wie der Wind, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πνοήπους: -οδος, ὁ, ἡ, ταχὺς τοὺς πόδας ὡς ἡ πνοὴ τοῦ ἀνέμου, «πνοήπουν· ταχὺ» Ἡσύχ. πρβλ. ἀελλόπους.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
ο γρήγορος στα πόδια σαν την πνοή του ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνοή + πούς.