μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
Νεπίρρ. ναυτ. με αλλαγή πορείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω, μέσω ενός ρηματ. επιθ. ποδιστός].