ποδιστά

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. ναυτ. με αλλαγή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω, μέσω ενός ρηματ. επιθ. ποδιστός].