ποδίζω

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδίζω Medium diacritics: ποδίζω Low diacritics: ποδίζω Capitals: ΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: podízō Transliteration B: podizō Transliteration C: podizo Beta Code: podi/zw

English (LSJ)

A bind or tie the feet:—Pass., to have the feet tied, to be hobbled, of horses, ἐπὶ ταῖς φάτναις X.Cyr.3.3.27; ἀνὴρ κῶλον ποδισθείς S.Fr.63.
II furnish with feet, τὰ πεποδισμένα ζῷα Theol.Ar.55.
III in Prosody, measure by feet, scan, τροχαϊκῶς ποδίζεσθαι Eust.11.37.
IV dance (cf. ποδισμός ΙΙ), cj. in Cratin.219.

German (Pape)

[Seite 643] 1) die Füße binden, fesseln; bes. von den Pferden, was man in Niederdeutschland »tüdern« nennt, πεποδισμένοι ἵπποι, Xen. Cyr. 3, 3, 27, vgl. An. 3, 4, 35. – 2) In der Metrik, nach Füßen messen, Gramm. – Bei Suid. auch schreiten, gehen.

French (Bailly abrégé)

seul. part. ao. et pf. Pass.
assujettir les pieds avec des entraves en parl. d'animaux.
Étymologie: πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδίζω [πούς] ptc. perf. med.-pass. πεποδισμένος gekluisterd. Xen. Cyr. 3.3.27.

Russian (Dvoretsky)

ποδίζω:
1 спутывать, связывать по ногам (πεποδισμένοι ἵπποι Xen.);
2 стих. делить на стопы, скандировать.

Greek (Liddell-Scott)

ποδίζω: μέλλ. -ίσω, (ποὺς) δένω τοὺς πόδας. ― Παθ., δένομαι ἐκ τοῦ ποδός, ἐπὶ ἵππων, πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῖς φάτναις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 27· ἀνὴρ κῶλον ποδισθεὶς Σοφ. Ἀποσπ. 60. ΙΙ. παρέχω πόδας εἴς τινα τῶν πεποδισμένων ζῴων, τῶν ἐχόντων πόδας, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55. ΙΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ, μετρῶ κατὰ μετρικοὺς πόδας, «στίχοι… τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι» Εὐστ. 11. 37. ΙV. ὀρχοῦμαι, πρβλ. ποδισμὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πους, ποδός]]
νεοελλ.
ναυτ.
1. αράζω προσωρινά σε απάνεμο όρμο λόγω κακοκαιρίας
2. απομακρύνω την πλώρη από την ευθεία του ανέμου
μσν.-αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου («πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῖς φάτναις», Ξεν.)
2. μετρώ στίχο κατά μετρικούς πόδες («στίχοι τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
1. χορεύω
2. φρ. «πεποδισμένα ζώα» — τα ζώα που έχουν πόδια, που είναι από τη φύση εφοδιασμένα με πόδια.

Greek Monotonic

ποδίζω: μέλ. -ίσω (πούς), δένω τα πόδια — Παθ., έχω τα πόδια δεμένα ή δένομαι από τα πόδια, λέγεται για τα άλογα, σε Ξεν.

Middle Liddell

πούς
to tie the feet:— Pass. to have the feet tied, or to be tied by the foot, of horses, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δένω τά πόδια. Εἶμαι δεμένος ἀπό τά πόδια). Ἀπό τό πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.