ποικιλοπράγμων

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

German (Pape)

[Seite 650] mancherlei unternehmend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοπράγμων: -ον, ἐνησχολημένος εἰς πολλὰς ὑποθέσεις, Συνέσ. 105C.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές επιχειρήσεις, πολυπράγμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυπράγμων].