ποιοτικός

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιότητα («ποιοτική διαφορά»)
2. φρ. α) «ποιοτικός προσδιορισμός»
γραμμ. ο προσδιορισμός της ποιότητας ενός ουσιαστικού
β) «ποιοτική ανάλυση»
χημ. χημική ανάλυση με σκοπό τον καθορισμό της ταυτότητας μιας ένωσης ή ενός στοιχείου
γ) «ποιοτικά χαρακτηριστικά» — τα βασικά στοιχεία στα οποία αναλύεται ένα πράγμα ή είδος, ή, εάν πρόκειται για πράγματα ή άτομα του ίδιου είδους, τα στοιχεία εκείνα που τά διαφοροποιούν μεταξύ τους με βάση αξιολογικά κριτήρια.
επίρρ...
ποιοτικώς και -ά, Ν
από ποιοτική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιότ-ητα + -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Α. Ρουσόπουλο].