πολύμεσος
From LSJ
Full diacritics: πολύμεσος | Medium diacritics: πολύμεσος | Low diacritics: πολύμεσος | Capitals: ΠΟΛΥΜΕΣΟΣ |
Transliteration A: polýmesos | Transliteration B: polymesos | Transliteration C: polymesos | Beta Code: polu/mesos |
πολύμεσον, having several means, of contraries, Olymp. in Cat.137.31, Elias in Cat.243.31.
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που έχει πολλές μέσες έννοιες
αρχ.
(για επιφάνεια) αυτός που έχει πολλά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέσον (πρβλ. -ά-μεσος, παρά-μεσος)].