πολύψηφος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύψηφος Medium diacritics: πολύψηφος Low diacritics: πολύψηφος Capitals: ΠΟΛΥΨΗΦΟΣ
Transliteration A: polýpsēphos Transliteration B: polypsēphos Transliteration C: polypsifos Beta Code: polu/yhfos

English (LSJ)

πολύψηφον, = πολυψήφις (with many pebbles, pebbly), Sch.Call.Jov.26, Sch.Nic.Th.950.
II with many votes, Luc Harm. 3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 677] von od. mit vielen und verschiedenen Stimmen, ὁ πολυψηφότατος ἐν παιδείᾳ, Luc. Harm. 3, d. i. der viel zu sagen hat. – Auch = Vorigem, Schol. Nic. Ther. 950.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réunit beaucoup de suffrages;
Sp. πολυψηφότατος.
Étymologie: πολύς, ψῆφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύψηφος -ον [πολύς, ψῆφος] met veel stemmen:. ὁ πολυψηφότατος ἐν παιδείᾳ σύ γε op het gebied van cultuur heeft jouw stem het meeste gewicht Luc. 66.3.

Russian (Dvoretsky)

πολύψηφος: имеющий много голосов, т. е. весьма авторитетный (ἔν τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύψηφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Καλλ. Δία 26, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ψήφους κατὰ τὰς ἐκλογάς, Λουκ. Ἁρμον. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις
2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ψηφος (< ψῆφος, ), πρβλ. μονόψηφος, ομόψηφος].

Greek Monotonic

πολύψηφος: -ον, = το προηγ., αυτός που έχει πολλές ψήφους, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολύ-ψηφος, ον, = πολυψήφῑς]
with many votes, Luc.