πολύψηφος
English (LSJ)
πολύψηφον, = πολυψήφις (with many pebbles, pebbly), Sch.Call.Jov.26, Sch.Nic.Th.950.
II with many votes, Luc Harm. 3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 677] von od. mit vielen und verschiedenen Stimmen, ὁ πολυψηφότατος ἐν παιδείᾳ, Luc. Harm. 3, d. i. der viel zu sagen hat. – Auch = Vorigem, Schol. Nic. Ther. 950.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui réunit beaucoup de suffrages;
Sp. πολυψηφότατος.
Étymologie: πολύς, ψῆφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύψηφος -ον [πολύς, ψῆφος] met veel stemmen:. ὁ πολυψηφότατος ἐν παιδείᾳ σύ γε op het gebied van cultuur heeft jouw stem het meeste gewicht Luc. 66.3.
Russian (Dvoretsky)
πολύψηφος: имеющий много голосов, т. е. весьма авторитетный (ἔν τινι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύψηφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Καλλ. Δία 26, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς ψήφους κατὰ τὰς ἐκλογάς, Λουκ. Ἁρμον. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις
2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονόψηφος, ομόψηφος].
Greek Monotonic
πολύψηφος: -ον, = το προηγ., αυτός που έχει πολλές ψήφους, σε Λουκ.