πορθητικός

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθητικός Medium diacritics: πορθητικός Low diacritics: πορθητικός Capitals: ΠΟΡΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: porthētikós Transliteration B: porthētikos Transliteration C: porthitikos Beta Code: porqhtiko/s

English (LSJ)

πορθητική, πορθητικόν, ravaging, Hsch. s.v. ἀγρεμόνες; π. μηχανή, gloss on sambuca, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 683] zerstörend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πορθητικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀγρεμόνες· ― ὁ συντελῶν ἢ χρησιμεύων πρὸς πόρθησιν, πορθητικὴ μηχανὴ Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορθητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πορθώ
αυτός που χρησιμεύει για εκπόρθηση πόλης, φρουρίου κ.ά. στόχων
αρχ.
καταστρεπτικός, αφανιστικός.