πορθητικός
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
πορθητική, πορθητικόν, ravaging, Hsch. s.v. ἀγρεμόνες; π. μηχανή, gloss on sambuca, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 683] zerstörend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πορθητικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀγρεμόνες· ― ὁ συντελῶν ἢ χρησιμεύων πρὸς πόρθησιν, πορθητικὴ μηχανὴ Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορθητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πορθώ
αυτός που χρησιμεύει για εκπόρθηση πόλης, φρουρίου κ.ά. στόχων
αρχ.
καταστρεπτικός, αφανιστικός.