πορτοκαλής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Ν πορτοκάλι
1. αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί
το χρώμα του ώριμου πορτοκαλιού
3. φρ. «το πορτοκαλί του χρωμίου»
τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε διάφορες αναλογίες, ουδέτερα και βασικά χρωμικά άλατα του μολύβδου.