πορφυρώδης
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
πορφυρῶδες, = πορφυροειδής, EM486.46, v.l. in Artem.2.36.
German (Pape)
[Seite 687] ες, = πορφυροειδής, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρώδης: -ες, = πορφυροειδής, Ἐτυμολ. Μεγ. 487. 4.
Greek Monolingual
-ες, Α πορφύρα
ο πορφυροειδής.