ποταμολίμνη

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνητή ή φυσική λίμνη που σχηματίζεται από τα νερά ποταμού εκεί όπου διευρύνεται η κοίτη του.