κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
-ές, Μ
(για τον Μωυσή) αυτός που τον έριξαν, που τον πέταξαν κάποτε στο ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ. πετρορριφής].