ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ές, Ν(για φυτά) αυτός που φυτρώνει μέσα ή δίπλα στο ποτάμι, ποταμόφιλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ἡλιοφυής].