ποταμοφυής

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
(για φυτά) αυτός που φυτρώνει μέσα ή δίπλα στο ποτάμι, ποταμόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ἡλιοφυής].