ποτοποιία

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η, Ν
1. η βιομηχανία ποτών
2. το σύνολο της παραγωγής ποτών μιας Χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + -ποιία (< -ποιός < ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Καΐρη].