πραεῖα

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

French (Bailly abrégé)

sg. f. de πραΰς.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱεῖα: f к πραΰς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραεῖα nom. f. sing. van πρᾶος.