πρατοτόκος
English (LSJ)
Doric for πρωτοτόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρᾱτοτόκος -ου Dor. voor πρωτοτόκος.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱτοτόκος: дор. Theocr. = πρωτοτόκος.
Doric for πρωτοτόκος.
πρᾱτοτόκος -ου Dor. voor πρωτοτόκος.
πρᾱτοτόκος: дор. Theocr. = πρωτοτόκος.