προήνεμος

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήνεμος Medium diacritics: προήνεμος Low diacritics: προήνεμος Capitals: ΠΡΟΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: proḗnemos Transliteration B: proēnemos Transliteration C: proinemos Beta Code: proh/nemos

English (LSJ)

ον, τοῖχος, παραστάς, exposed to the wind, i.e. in the pronaos, Milet. 7 p. 56, Rev.Phil. 35.180 (Didyma).

Greek Monolingual

-ον, Α
εκτεθειμένος στον άνεμο, δηλ. αυτός που βρίσκεται στον πρόναο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].