προαναγινώσκω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
réc. c. προαναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.