προαποκλείω
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
shut beforehand, τὰς πύλας App. BC4.77; shut out, exclude beforehand, τραγῳδίαν τῆς ἐξόδου Them.Or. 7.92c.
German (Pape)
[Seite 708] (s. κλείω), vorher abschließen (?).
Greek (Liddell-Scott)
προαποκλείω: ἀποκλείω πρότερον, προηγουμένως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 77, Θεμίστ. 92C.
Greek Monolingual
Α
1. κλείνω κάτι προηγουμένως («τῶν φυλάκων τὰς πύλας προαποκλεισάντων», Αππ.)
2. εμποδίζω εκ τών προτέρων.