προβάτα

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η προβατίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρα)].