προεγκλείω

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

German (Pape)

[Seite 717] (s. κλείω), vorher einschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεγκλείω: ἐγκλείω πρότερον, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 14, κτλ.

Greek Monolingual

Μ
εγκλείω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγκλείω «κλείνω μέσα, περιορίζω»].