προηγορεών
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
v. πρηγορεών.
German (Pape)
[Seite 723] ὁ, auch zsgzn πρηγορεών, ῶνος, ὁ, der Kropf der Vögel, worin sie den Fraß vorher sammeln, προαγείρω, und einweichen, ehe er in den Magen kommt, Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προηγορεών: -ῶνος, ὁ, ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ πρηγορεών, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
βλ. πρηγορεών.