προκάρδιος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
-α, -ο / προκάρδιος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το προκάρδιο(ν)
ανατ. η μπροστά από την καρδιά μοίρα του θωρακικού τοιχώματος
νεοελλ.
ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή της αριστερής πρόσθιας επιφάνειας του θώρακα στην οποία αντιστοιχεί η καρδιά («προκάρδιος πόνος της γνήσιας στηθάγχης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιον, περι-κάρδιο)].