προκαταχέω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
pour upon first, f.l. for προσκαταχέω in Gal.13.598 (cf. Paul.Aeg.4.54).
Greek Monolingual
Α
χύνω πάνω σε κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταχέω «χύνω από πάνω»].