προμάχομαι
English (LSJ)
A fight before, fight in the front rank, ἁπάντων before all, Il.11.217, cf. 17.358, Th.6.69; οἱ προμαχόμενοι Plu.Ant.39, v.l. in D.S.18.44.
II fight for or in defence of, σοῦ Ar.V.957.
German (Pape)
[Seite 734] (s. μάχομαι), dep. med., vorkämpfen, wie das Vorige, in den vordern Reihen der Krieger kämpfen, ἁπάντων, vor Allen, Il. 11, 217. 17, 358; – vor Einem stehend kämpfen, zum Schutze Jemandes, τινός, Ar. Vesp. 957; Luc. Alex. 36. – Auch = eher als ein Anderer kämpfen.
French (Bailly abrégé)
1 combattre devant, gén.;
2 combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μάχομαι vooraan strijden, voor... strijden, met gen.: ἁπάντων voor allen uit strijden Il. 11.217. voor... strijden, verdedigen, met gen.: σοῦ προμάχεται hij strijdt voor jou Aristoph. Ve. 957.
Russian (Dvoretsky)
προμάχομαι:
1 сражаться впереди (ἁπάντων Hom.): οἱ προμαχόμενοι Diod., Plut. бойцы первых рядов;
2 сражаться в защиту (τινος Arph., Luc.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α μάχομαι
1. προμαχίζω
2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος.
Greek Monotonic
προμάχομαι: [ᾰ], αποθ.,
I. μάχομαι από πριν, ἁπάντων, πριν από όλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάχομαι υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προμάχομαι: [ᾰ], ἀποθ., μάχομαι ἔμπροσθέν τινος, ἐν τῇ πρώτῃ τάξει, ἤθελον δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων Ἰλ. Λ. 217, Ρ. 358· οἱ προμαχόμενοι Διόδ. 18. 44, Πλουτ. Ἀντών. 39. ΙΙ. μάχομαι ὑπέρ τινος ἢ ὑπερασπίζων τινά, τινος Ἀριστοφ. Σφ. 957.
Middle Liddell
I. Dep. to fight before, ἁπάντων before all, Il.
II. to fight for or in defence of, τινος Ar.
Lexicon Thucydideum
propugnare, to fight for, defend, 6.69.2.