προμνηστική
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Russian (Dvoretsky)
προμνηστική: ἡ (sc. τέχνη) сватовское искусство, сватовство Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμνηστική, ἡ [προμνάομαι] sc. τέχνη kunst van de huwelijksbemiddeling.