προμνηστική

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Russian (Dvoretsky)

προμνηστική: ἡ (sc. τέχνη) сватовское искусство, сватовство Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμνηστική, ἡ [προμνάομαι] sc. τέχνη kunst van de huwelijksbemiddeling.