προπετάννυμι

English (LSJ)

and προπεταννύω, spread out before, ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν X.Cyr.4.2.23; κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται Ar.Fr.104: metaph., σκιαγραφίαν παλιτείας πρὸ τῆς ἀληθείας π. D.C.52.7.

German (Pape)

[Seite 739] u. προπεταννύω (s. πετάννυμι), vorn od. davor ausbreiten, bes. zum Schutz; ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν, Xen. Cyr. 4, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

déployer en avant : ἑαυτόν τινος XÉN se déployer devant qqn pour le protéger en parl. d'une troupe.
Étymologie: πρό, πετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πετάννυμι en προπεταννύω ervoor uitspreiden.

Russian (Dvoretsky)

προπετάννῡμι: (рас)простирать впереди, заслонять (ὀθόνιόν τινος Arph.): π. ἑαυτόν τινος воен. Xen. прикрывать собой кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

προπετάννῡμι: καὶ -ύω, πετάννυμι, ἐκτείνω, ἁπλώνω πρό τινος, ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 23· κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 159· ― μεταφορ., πρ. σκιαγραφίαν πολιτείας πρὸ τῆς ἀληθείας Δίων Κ. 52. 7.

Greek Monolingual

και προπεταννύω Α
απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»].

Greek Monotonic

προπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω, απλώνω μπροστά από, σε Ξεν.

Middle Liddell

and -ύω fut. -πετάσω
to spread out before, Xen.