προπληρωμή
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν προπληρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προπληρώνω, η προκαταβολή της αξίας ενός πράγματος ή η προκαταβολή της αμοιβής μιας εργασίας
2. (νομ. -οικον.) το απαιτούμενο ποσό που προκαταβάλλεται από το δημόσιο ταμείο, με χρηματικά εντάλματα, σε περιπτώσεις δημόσιων δαπανών που έχουν επείγοντα χαρακτήρα και επομένως είναι αδύνατο να εφαρμοστούν γι' αυτές οι κανονικές διατυπώσεις με τη δικαιολόγηση εξόδων.