Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσαπαντώ

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-άω, Α
1. έρχομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον
2. (για χειρουργικό εργαλείο) φτάνω
3. μτφ. αντιτάσσομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπαντῶ «αναζητώ, συναντώ, αντιμετωπίζω»].