Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Full diacritics: προσδιίστημι | Medium diacritics: προσδιίστημι | Low diacritics: προσδιίστημι | Capitals: ΠΡΟΣΔΙΙΣΤΗΜΙ |
Transliteration A: prosdiístēmi | Transliteration B: prosdiistēmi | Transliteration C: prosdiistimi | Beta Code: prosdii/sthmi |
separate, dilate, widen further, ἐπὶ μεῖζον πλάτος Antyll. ap. Orib.6.10.14; τραύματα Sor.1.46.
προσδιίστημι: διαχωρίζω προσέτι, ἐπὶ μεῖζόν τινας Ὀρειβ. 98 Matth.
Α
διαχωρίζω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διίστημι «διαχωρίζω»].