προσεπικαλώ
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ
1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τον έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.)
2. μέσ. προσεπικαλοῦμαι, -έομαι
(κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον («προσεπικαλούμαι τη μαρτυρία του συναδέλφου μου» β. «προσεπικαλοῦμαι σε γυνὴ γυναῖκα», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
1. έχω κι ένα επί πλέον όνομα («τον αγωνιστή του 1921 Νικήτα Σταματελόπουλο προσεπικαλούσαν τον Νικηταρά»)
2. κλητεύω στο δικαστήριο κάποιον τρίτο για να μετάσχει ως ενάγων ή εναγόμενος σε δίκη, στην οποία είμαι διάδικος.