προσεψία
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ, intercourse, Hsch. (-εψιά cod.).
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, Anrede, Umgang, wird auch προσεψιά betont, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προσεψία: ἡ, «προσαγόρευσις, καὶ ἡ πρός τινας ὁμιλία» Ἡσύχ. ἔνθα προσεψιά.
Greek Monolingual
ἡ, Α προσεψῶ
(κατά τον Ησύχ.) «προσαγόρευσις καὶ ἡ πρός τινα ὁμιλία».