προσλοιδορώ

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(το ενεργ. και το μέσ.) λοιδορώ, βρίζω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»].