προσσπαστικός
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
German (Pape)
[Seite 780] ή, όν, heranziehend, Arist. H. A. 10, 3, öfter.
Russian (Dvoretsky)
προσσπαστικός: притягивающий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προσσπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων δύναμιν ἑλκυστικήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 3 καὶ 13.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να έλκει, να σύρει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σπαστικός (< σπῶ «έλκω, σύρω»)].