προσσυλλαμβάνομαι
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
German (Pape)
[Seite 780] (s. λαμβάνω), mit daran Teil nehmen; τῆς ὁρμῆς, Thuc. 3, 36 (v. l. προσσυνεβάλετο); τοῦ λόγου, ὅτι. D. Cass. 43, 47.
French (Bailly abrégé)
anc. att. προσξυλλαμβάνομαι;
contribuer en outre à, gén..
Étymologie: πρός, συλλαμβάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυλλαμβάνομαι: Μέσ., ἐπιλαμβάνομαι προσέτι, προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου Δίων Κ. 43. 47· ἴδε προσσυμβάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσσυλλαμβάνομαι: принимать также участие, иметь долю (τινος Thuc. - v. l. προσσυμβάλλομαι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-συλλαμβάνομαι ook meedoen aan: met gen.. τῆς ὁρμῆς aan de aanval Thuc. 3.36.2.