προσχρηστέον
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
(προσχράομαι) one must use besides, μύθῳ Pl.Lg. 713a; ἀναλογίᾳ Plu.2.931d.
Russian (Dvoretsky)
προσχρηστέον: adj. verb. к προσχράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσχρηστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσχράομαι, πρέπει τις νὰ μεταχειρισθῇ προσέτι, Πλάτ. Νόμ. 713Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσχρηστέον, adj. verb. van προσχράομαι of προσχρήομαι, er moet ook gebruikt worden:. ἆρ’ οὖν μύθῳ σμικρά γ’ ἔτι προσχρηστέον; moeten we dan niet nog een beetje van een legende gebruik maken? Plat. Lg. 713a.