προφίλ

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πλάγια όψη, η κατατομή του προσώπου
2. το σύνολο τών βασικών χαρακτηριστικών ατόμου, κόμματος, τύπου ανθρώπου, τεχνικής κατασκευής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo < ιταλ. profilare «σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου» (< λατ. pro + υστερολατ. filo «κλώθω»)].